Ιστοριούλες από τα τόπια της βελανιδιάς
Πέτρος Πολύζος
Η ΆΓΝΟΙΑ, Η ΛΎΣΣΑ , ΚΑΙ ΤΟ ΤΡΑΓΙΚΌ ΤΈΛΟΣ ΕΝΌΣ ΠΑΛΙΚΑΡΙΟΎ
Λύσσα οξύ λοιμώδες νόσημα των Ανθρώπων και των Ζώων που προκαλείται από διηθητό ιό. Το παθογόνο αίτιο της λύσσας μεταδίδεται από το ένα ζώο στο άλλο με δάγκωμα, η σάλιωμα του δέρματος, και των βλεννογόνων. Η προσβολή των ανθρώπων από λύσσα γίνετε κατά 90% ύστερα από δάγκωμα άρρωστου σκύλου κατά 6-8%από δάγκωμα γάτας και μόνο 2-3% από δάγκωμα άλλων ζώων. Στον άνθρωπο η επωαστική περίοδος του νοσήματος διαρκεί από 20 – 40 ημέρες. Στην αρχή εκδηλώνονται πόνοι στο σημείο του δαγκώματος κατάσταση κατάπτωσης μελαγχολία, διαταραχή του ύπνου και της πέψης. Έπειτα επέρχεται περίοδος διέγερσης, διαταραχή της αναπνοής και της καρδιακής λειτουργίας. Η θερμοκρασία του σώματος στους 40 και πάνω βαθμούς αυξάνεται πολύ η ευαισθησία στον ερεθισμό του δέρματος, στον θόρυβο, στο φως, στην κίνηση του ανέμου κ. λ. π. γεγονός που προκαλεί αντανακλαστικά σπασμούς. στην προσπάθεια να καταπραϋνθεί η δίψα, εκδηλώνονται χαρακτηριστικοί σπασμοί των μυών της κατάποσης (υδροφοβία ). Συχνά διαταράσσεται η ψυχική δραστηριότητα, ο άνθρωπος παρεκτρέπεται και έπειτα ακολουθεί περίοδος παράλυσης. Το νόσημα συνήθως διαρκεί 5 – 7 ημέρες και απολήγει σε θάνατο αν δε γίνει έγκαιρα εμβόλιο, η λύσσα δεν μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Όλα ετούτα τα τα αναφέρω για ένα δυστυχισμένο τσοπανόπουλο, που είχε την κακοτυχία να δεχτεί δάγκωμα από σκύλο και να προσβληθεί από το παθογόνο αίτιο της λύσσας με όλα τα παραπάνω δυσάρεστα συμπτώματα. Έτυχε να ζήσω για λίγες μόνο στιγμές κάποιας ημέρας εκείνη την παλιά εποχή και 'κείνα που είδαν Θεέ μου τα μάτια μου, εύχομαι άλλου παιδιού ματάκια να μην ιδούν ποτέ τέτοιες τύχες στην ζωή του, όπως έζησα τότε εγώ εκείνη τη δυστυχία και την θλιβερή κατάντια εκείνου του νέου παιδιού, όταν ήμουν μόλις τεσσάρων χρόνων παιδάκι. Ήταν από τις ποιο κακές θύμισες που δεν θέλουν να βγουν από το μυαλό μου, λες και έζησα μια βραδιά στον ύπνο μου έναν φρικτό αλησμόνητο εφιάλτη που με γέμιζε μ’ ένα αίσθημα φόβου και θλίψη μαζί σ’ εκείνα τα παιδικά μου χρόνια τ’ ανέμελα. Πόσες και πόσες φορές πεταγόμουν στον ύπνο μου εκείνα τα πρώτα βράδια μουσκεμένο στον ιδρώτα ώσπου να ξεχαστώ και φώναζα με τρόμο <<Θα με δαγκώσ’ ο λυσσασμένος>> και ξεσπούσα σε κλάματα. Το θλιβερό εκείνον σκηνικό έτυχε να διαδραματιστεί στη Σκουρτού Ξηρομέρου στο χωριό που γεννήθηκα εκεί στην ίδια την έρμη γειτονιά μου. Δυστυχώς με πόνο το λέω πως δεν θυμάμαι ούτε τ’ όνομα εκείνου του άμοιρου παιδιού ούτε και την καταγωγή του ακόμα, γιατί σ’ αυτές τις ηλικίες δεν μπορεί να θυμάται ένα μικρό παιδί πολλά πολλά πράγματα, αλλά μόνο τα ποιο βασικά. Κι’ όταν πρόκειται για τέτοιες θλιβερές στιγμές, τα θυμάται πολύ έντονα και παραμένουν τότε αξέχαστα βαθιά ριζωμένα μέσα στο μυαλό και στην ψυχή του. Θυμάμαι τότε που έλεγαν οι μεγαλύτεροι πως ήταν ένα βλαχόπουλο, μπιστικός σε κάποιο μεγάλο κοπάδι με πρόβατα. Και για την ηλικία του έλεγαν πάλι πως ήταν ίσα με 18 χρονών. Θυμάμαι επίσης πως ήταν ένα ομορφοκαμωμένο και καλοκάμωτο αμούστακο παιδί. Όταν όμως τον έπιανε εκείνο το βάσανο η όψη του άλλαζε - δεν ήταν όψη ανθρώπινη- εκείνη αλλά όψη ενός άγριου λυσσασμένου θεριού που προσπαθούσε να ριχτή να δαγκώσει, και να ξεσκίσει όσους προλάβαινε, να λυσσάξουν κ’ εκείνοι και ν’ αρχίσουν να τρώνε ο ένας τον άλλον.
Η κατάσταση στην επαρχία με τα περιστατικά της λύσσας ήταν σε μεγάλη έξαρση εκείνη την εποχή. Αν και το εμβόλιο είχε ανακαλυφθεί από τον Λ. Παστέρ το 1885 και ήταν ένα αποτελεσματικό προφυλακτικό μέσο για την λύσσα. Στον τόπο μου ήταν σχεδόν άγνωστο για τον φτωχόκοσμο τότε της υπαίθρου. Η ελπίδα όμως για τον τόπο της Ακαρνανίας εκείνους τους καιρούς ήταν κάποιος γνωστός γιατρός από το κεφαλοχώρι Μαχαλά σημερινές Φυτείες -ονόματι Καπόνης, που είχε το ιατρείο του στο ίδιο το χωριό του. Ο γιατρός εκείνος είχε μια μέθοδο για το γιάτρεμα της λύσσας και είχε πολλές επιτυχίες αρκεί οι άρρωστοι να ακολουθούσαν αυστηρά τις οδηγίες του. Όσοι μολύνονταν η όποιοι νόμιζαν πως έχουν προσβληθεί από τον τρομερό εκείνο ιό επισκέπτονταν τον Καπόνη να τους κόψη την λύσσα όπως έλεγαν τότε. Ο άνθρωπος εκείνος εξέταζε το κάτω μέρος της γλώσσας στο σημείο εκεί όπου υπάρχουν κάποιες σκούρες μελανόχρωμες αρτηρίες και αν διαπίστωνε ότι υπήρχε θύλακας μικροβίων της λύσσας χάραζε με το νυστέρι του το σημείο εκείνο έφευγε το μολυσμένο αίμα και ο άρρωστος πήγαινε στο σπίτι του ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες του γιατρού, όσοι τηρούσαν τις οδηγίες του γίνονταν καλά. Η συμβολές του γιατρού που έδωνε στον κάθε άρρωστο μετά την επέμβαση εκείνη, ήταν να μην να φάει κρέας και ψάρι λιγότερο από 40 ημέρες. Ο Γιατρός Καπόνης ήταν ξακουστός στην περιφέρεια της Ακαρνανίας για το κόψιμο της λύσσας και δέχονταν πολύ κόσμο μετά από το δάγκωμα κάποιου λυσσασμένου σκύλου η άλλου ζώου. Ήταν τόσο μεγάλος ο φόβος τότε των κατοίκων της περιοχής μας που πίστευαν ακόμα πως η λύσσα μεταδίδεται πέραν από το δάγκωμα, το γλείψιμο και το σάλιωμα του δέρματος -που ήταν σίγουρα η αιτία- αλλά και με το κοίταγμα του λυσσασμένου σκύλου.
Επανέρχομαι στο άτυχο τσοπανόπουλο. Το παιδί εκείνο αφού δέχτηκε δάγκωμα από λυσσασμένο σκύλο, επισκέφτηκε τον ίδιο τον γιατρό, του έκοψε τη λύσσα και το συμβούλεψε όπως όλους τους άλλους να αποφεύγει τα παραπάνω απαγορευμένα φαγητά. Έτυχε κάποια μέρα μετά από εκείνη την επίσκεψη του στον γιατρό και το κόψιμο της λύσσας να παραστεί σε κάποια δίκη στην πόλη του Μεσολογγίου. Συνήθως η δικαστικές υποθέσεις εκείνη την εποχή ήταν πολλές από ζημιές ζώων σε καλλιεργημένα χωράφια, και σε ιδιοκτησίες με χωράφια άσπαρτα κι’ άφραγα, αν έμπαινε γίδι, γουρούνι, πρόβατο, και κότες ακόμα, ο αγροφύλακας λες και ήταν πανταχού παρών κ’ εφάρμοζε το νόμο χωρίς οίκτο, έπεφτε η ντουφεκιά, έπεφτε το δύστυχο το ζώο νεκρό έπεφτε και η καταγγελία στην συνέχεια από τον αλύπητο δραγάτη που το έπαιζε τότε εξουσία.
Άλλες αιτίες όπως οι τσακωμοί μεταξύ συγχωριανών, η γειτόνων για τον άλφα ή βήτα λόγο, οι κλεψιές, και για πολλές άλλες υποθέσεις οι καταγγελίες έπεφταν βροχή, και γέμιζε καθημερινά τότε η δικαστική αίθουσα στο Μεσολόγγι. Έμπαινες το πρωί και σ’ έπαιρνε σχεδόν το βράδυ. Σαν ξεμπέρδεψε το βλαχόπουλο με την δική του την υπόθεση κόντευε πια απόγευμα πείνασε και δίψασε από εκείνο το πολύωρο κράτημα της δίκης, και μαζί με την παρέα του μπήκαν σε φαγάδικο και έφαγαν μακαρόνια με μοσχομύριστο κιμά, φαγητό που δυστυχώς ήταν απαγορευμένο για την περίπτωση του. Με το γυρισμό στις στάνες, η αρρώστια του υποτροπίασε και η κατάστασή του επιδεινώθηκε επικίνδυνα. Έγινε επιθετικό και ρίχνονταν στους άλλους χωρίς αιτία με συμπεριφορά ίδιου λυσσασμένου αγριμιού. Είδαν οι άνθρωποι της στάνης που όλο και προς το χειρότερο πήγαινε η κατάσταση του παιδιού και κινδύνευε η ζωή τους, το έπιασαν, το έδεσαν και με πολλές προφυλάξεις να μην δεχτούν δαγκώματα ή γρατζουνιές και λυσσάξουν κ’ εκείνοι όπως νόμιζαν και το πήγαν ένα πρωινό στον γιατρό Καπόνη σφιχτά και πισθάγκωνα δεμένο. Όταν το είδε ο γιατρός έβαλε έξαλλος τις φωνές και τους είπε γιατί κατάλαβε ο άνθρωπος τι είχε συμβεί.
:Τι να το κάνω εγώ τώρα και μου το φέρατε; Το παιδί είναι ποια χαμένο...
:Και μεις γιατρέ μ’, Τι να κάνουμε τώρα που μπλέξαμε με λυσσασμένο άνθρωπο, κινδυνεύουμε να λυσσάξουμε και μεις με τούτο έτσ’ που χιμάει απάνω μας. Του είπε ένας από εκείνους.
: Να το πάτε στους δικούς του.
Τους είπε ο γιατρός και κλείστηκε μέσα στο σπίτι του.
Το πήραν τότε εκείνοι και ξεκίνησαν να το πάνε στο χωριό Πρόδρομος ( νομίζω πως σ’ εκείνο το χωριό πρέπει να ζούσαν συγγενείς του άρρωστου παιδιού) και τραβούσαν για κείνο το μέρος να τ’ αφήσουν εκεί, και να γυρίσουν οι άνθρωποι ξανά στη δουλειά τους. Δύσκολος δρόμος για κείνη την δύστυχη παρέα όπως μολόγαγαν εκείνοι να το τραβούν το παιδί κ’ εκείνο να αντιστέκεται πεισματικά. Το τραβούσαν σ’ όλο το δρόμο σέρνοντάς το σαν κάποιο αγριόσκυλο που του είχαν λουρί σφιχτά δεμένο στο λαιμό του και το πήγαιναν για σκότωμα. Κατηφορίσανε από την Μαχαλά και πήρανε τη στράτα για τον Πρόδρομο. Ανάμεσα στην Μαχαλά και στον Πρόδρομο ήταν το δικό μου χωριό και ο δρόμος εκείνος περνούσε ακριβώς μέσα από την γειτονιά μου. Ήταν η ώρα λίγο πριν το μεσημέρι. Ακούσαμε έξω από το σπίτι μας γυναικείες φωνές που φώναζαν την μάνα μου Βγαίνει η μάνα μου έξω και της λέει μια γειτόνισσα
:Για τήρα μωρή να δεις κι’ εσύ εκεί πέρα γιατί δέρνονται εκείνοι οι άνθρωποι.
Ήταν η στιγμή που είχαν φτάσει εκείνοι οι άνθρωποι μετά από πολλές ώρες με το άρρωστο παιδί, πέρασαν μέσα απ’ τα σύδεντρα της ανατολικής πλευράς του αρχαίου Κάστρου του χωριού μου και βγήκαν στο ξέφωτο κοντά στη γειτονιά μου. Βλέπει η μάνα μου και βάζει τις φωνές .
:Τον άνδρα μου φέρνουν τους είπε και ρίχνετε προς τα κάτω τρομαγμένη, πίσω κ’ εγώ να φτάσω τη μάνα.
Συνήθιζε ο πατέρας μου να έρχεται πολλές φορές μεθυσμένος με την παρέα του στο σπίτι μας, ποτέ όμως από τόσο μακριά, και αυτό γίνονταν συνήθως μόνο τα βράδια και κάπου κάπου αν τύχαινε σε καμιά σχόλη, ώρα μεσημεριανή. Φτάνοντας εγώ στον κήπο της μισό γκρεμισμένης Κούλιας του Γιάννη Καλαμίδα, είδα κόσμο πολύ που ήταν εκεί μαζεμένοι και καθισμένοι όπου έβρισκαν. Άλλοι στην αυλή εκείνου του παλιόσπιτου, άλλοι στην σκάλα, στις μάνδρες γύρο, γύρο και γεμάτος ο κήπος από ανθρώπους του χωριού μου, λες και είχαν εκεί κάποιο λείψανο. Είχαν φτάσει σ’ εκείνο το χώρο οι ξένοι και είχαν ξαπλώσει με την βία το άρρωστο παιδί κατάχαμα μέσα στα ξερόχορτα και κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο που την ημέρα εκείνη σε χτύπαγε η ζέστη κατακούτελα. Φαίνεται πως ήταν συνηθισμένο το φαινόμενο και τέτοια περιστατικά ήταν γνωστά στον ευρύτερο χώρο της περιοχής και αντιμετώπιζαν κάποιον άρρωστο από λύσσα, όχι σαν άνθρωπο, αλλά περισσότερο με λυσσασμένο ζώο που θα έπρεπε να θανατωθεί. Τέτοια ήταν η άγνοια και η απάνθρωπη συμπεριφορά από μερικούς σκληρούς εκείνης της εποχής στ’ απομακρυσμένα χωριά του τόπου μου. Εκείνοι που έδειχναν ψυχοπονιά και ανθρωπιά μεγάλη ήταν η γυναίκες. Ξέσπαζαν απαρηγόρητες σε κλάματα σαν να επρόκειτο για δικό τους άνθρωπο και ας μην ήξεραν από πού κρατούσε η σκούφια του, η γέρος ήταν η μεσόκοπος, και πολύ περισσότερο αν επρόκειτο για νέο παιδί. Μέσες, άκρες, μάθανε οι συγχωριανοί μου από εκείνους τους περαστικούς όλα τα παραπάνω και σε τι επικινδυνότητα ήταν η κατάσταση του άτυχου παιδιού, που την στιγμή εκείνη είχε βρει την λογική του. Μετά από την ανεξέλεγκτη επιθετικότητα που το έπιανε και κανείς δεν ήξερε πόσο θα κρατούσε έρχονταν και η λογική. Θυμάμαι έπιανε το κεφάλι του με τα χέρια του, και φώναζε από τους αβάσταχτους πόνους και θερμοπαρακαλούσε να του ρίξουν νερό στο κεφάλι, (αν και πάσχουν από υδροφοβία οι άρρωστοι από λύσσα) δυστυχώς με τον τρόπο εκείνο ήθελε να πεθάνει, και να ησυχάσει μια για πάντα η ψυχούλα του από το βάσανο εκείνο που το βρήκε.
Άλλες φορές παραμιλούσε και τα λόγια τραύλιζαν από το ανέβασμα της θέρμης που του σιγόψηνε το κορμί του, κι’ άλλες φορές έλεγε λόγια χωρίς νόημα. Παράδειγμα κάποια στιγμή ζητούσε να του δώσουν ένα πορτοκάλι να το βάλει όπως έλεγε στον κόρφο του. Παρερμήνεψαν τα λόγια του κάποιοι που ήταν απόμακρα και ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια. Αν κι’ απίθανο πράγμα ήταν εκείνο που ζητούσε γιατί τέτοιο φρούτο δεν βρίσκονταν εύκολα κατακαλόκαιρο τότε στο χωριό μου, σ’ ένα μέρος που ούτε αγριοκορομηλιά δεν φύτρωνε σε κείνο τον τόπο. Κι’ όμως λες και ήταν θεόσταλτη η Σταθούλα μια ευγενική παιδούλα ίσα με 13 χρονών ίσως και ποιο πάνω, κόρη του Θόδωρου Τζογάνη (γείτονες μας καλοί, με βιός μεγάλο , κτήματα και βελανιδοτόπια)έτρεξε στο σπίτι τους και του έφερε ένα ολόδροσο χορταστικό πορτοκάλι. Το παίρνει εκείνο και το έβαλε μέσα στην μασχάλη του. Το παίρνει τότε το παράπονο σκέπασε με τις παλάμες του τα μάτια του ,κι’ άρχισε το μοιρολόι και τα κλάματα, ένα μοιρολόι που έκανε τις καρδιές των γυναικών να ραγίζουν και να ξεσπούν κ’ εκείνες σε κλάματα και έλεγε .
:Μανούλα μου, εσύ κάθεσαι στο σπιτάκι μας και γνέθεις την ρόκα σου και το παιδί σου πεθαίνει σε ξένο τόπο .
Τα λόγια εκείνα τα έκανε μοιρολόι, ένα μοιρολόι χαμηλόφωνο μακρόσυρτο γεμάτο λυγμούς καημό και παράπονο.
Άλλες φορές μέσα στον παραλογισμό του περνούσε μπροστά στα μάτια του η χαροκαμένη μάνα του, άνοιγε τα χέρια του διάπλατα να την αγκαλιάσει και φώναζε με λαχτάρα :ΜΆΝΑ…...
Εκείνος όμως ο αφάνταστος γλυκός καημός της μάνας κρατούσε μόνο για λίγο και μετά χάνονταν μέσα στα σκοτάδια τ’ αρρωστημένου του μυαλού.
Εγώ μπερδεμένο μέσα σ’ εκείνο τον κόσμο, Βλέπω την μάνα μου από την άλλη μεριά του άρρωστου παιδιού και τρέχω προς το μέρος της να πάω κοντά της. Όπως έτρεχα πήγα κατευθείαν να πέσω πάνω στο άρρωστο βλαχόπουλο, με βλέπει η μάνα και βάζει τις φωνές πανικόβλητη .
:Γιάννη το παιδί.
Νιώθω τότε δυο χέρια δυνατά να μ’ αρπάζουν σαν αρπαχτικό από την μέση μου να με σηκώνουν ψηλά και να με απομακρύνουν γρήγορα από την επικίνδυνοι περιοχή. Ο Γιάννης Χουλιάρας ήταν κι’ εκείνο ένα παιδί δεκαοχτάχρονο από την Ήπειρο, μικρανεψιός του πατέρα μου από την αδερφή του και φιλοξενούνταν στο σπίτι μας να βοηθάει τον πατέρα μου στις δουλειές του και να μάθει κι’ εκείνο μια τέχνη. Μέσα από την αγκαλιά και την σιγουριά του Γιάννη και από την θέση που ήμασταν παρακολουθούσαμε κι’ δύο από εκείνη την απόσταση μαζί με τους άλλους εκείνο το θλιβερό δράμα.
Κάποιος από εκείνους τους συγκεντρωμένους που ακόμα εγώ δεν τούς γνώριζα και ούτε ποτέ ρώτησα να μάθω ποιος ήταν είχε μια ιδέα πώς να μεταφέρουν το παιδί, χωρίς να κινδυνεύουν από την λύσσα, εκείνοι που θα το μετέφεραν στον Πρόδρομο. Μια κακόγουστη και πρωτοφανή μακάβρια ιδέα που μόνο ανθρώπινος σκουριασμένος νους θα την φανταζόντανε και με θλίβει βαθιά σαν άνθρωπο κι’ όταν τα θυμάμαι πονάει η καρδιά μου, γιατί κανείς από τόσους που ήταν εκεί δεν μπήκε μπροστά να τους κόψει το δρόμο και αποδέχτηκαν όλοι τους εκείνη την φρικιαστική ιδέα. Ούτε και έκοψε το μυαλό κανενός από εκείνους να φκιάσουν ένα ξυλοκρέβατο που ήταν πάντα για την εποχή εκείνη μια λύση να βοηθήσουν τους ανθρώπους εκείνους για να πάνε το παιδί στον προορισμό τους. Κοντινή ήταν άλλωστε η απόσταση μισής ώρας δρόμος ήταν ο Πρόδρομος.
Μέσα στην εκκλησία του χωριού μου υπήρχε ίσως να υπάρχει ακόμα και σήμερα, μια κάσα ένα πρόχειρο φέρετρο που ήταν από τα παλιά τα χρόνια, για την ταφή κάποιων νεκρών που δεν είχαν τότε ξύλα για την κάσα τους και χρησιμοποιούσαν οι δικοί τους εκείνο το ξύλινο κατασκεύασμα για την ταφή τους. Μετά από την νεκρώσιμη ακολουθία τους πήγαιναν στον τάφο, τους άδειαζαν μέσα και ξανά επέστρεφαν εκείνη την κάσα στην εκκλησία.
Εκείνο τον τρόπο διάλεξαν τότε οι άνθρωποι του χωριού μου για να βοηθήσουν τους ξένους. Άκουσε το βλαχόπουλο για την μεταφορά του με κείνο τον τρόπο και άρχισε να ξεσπά επάνω στους δικούς του και σε όσους ήταν κοντά του και δημιούργησε τέτοιον πανικό που ξαφνικά άδειασε εκείνος ο κήπος λες και ήταν πεσμένα φθινοπωριάτικα ξερόφυλλα που φύσηξε δυνατός άνεμος και τα σκόρπισε στις γύρω πάντες του κήπου. Έμειναν οι ξένοι να προσπαθούν να το ημερέψουν, μπήκαν και κάποιοι συγχωριανοί μου, όρμησαν κι’ εκείνοι επάνω του και με πολλές προσπάθειες κατάφεραν και το έριξαν κάτω μ’ έναν ανατριχιαστικό γδούπο κι’ άρχισαν να το σέρνουν προς την Πλατεία εκεί που βρίσκονταν η εκκλησία του χωριού μου.
:Μην του πιάντε γιατί άμα σας δαγκάς θα λυσσάξτ κι’ σεις>> φώναζαν μερικοί με αγωνία.
:Αν μας δαγκάς θα πάμε στον Καπόνη και θα μας κόψ τ’ λύσσα και θα μας κάν’ καλά , έλεγαν όσοι τραβούσαν το άρρωστο παιδί σε κείνη την στράτα που την λέγαμε τότε δρόμο, μια στράτα γεμάτη χαλίκια και διάσπαρτες πέτρες. Πέρασαν από κάποιο παρακαμπτήριο μονοπάτι γεμάτο μυτερά μικρά βραχάκια που έγδερναν και ξέσχιζαν και μάτωναν το ταλαιπωρημένο του κορμί. Εκείνοι όμως ήταν αποφασισμένοι και το έσερναν χωρίς λύπηση, χωρίς να νιώθουν τον ανθρώπινο πόνο που σήμερα τέτοιες είδους απάνθρωπες συμπεριφορές θα ντρόπιαζαν τον τόπο μου, συμπεριφορές βάρβαρες λες και ζούσαμε στην εποχή του κανιβαλισμού. Κι’ αυτό το δυστυχισμένο πλάσμα να φωνάζει από τους πόνους όσο δυνατά μπορούσε, να τους παρακαλά και να κλαίει με παράπονο!
:Αφήστε με, ρε παιδιά μη με τραγνάτε έτσ', μάνα με γέννησε κι’ εμένα μωρέ…. πολλές φορές έλεγε εκείνα τα λόγια, φώναζε με σπαραγμό, έκλαιγε και καλούσε αδιάκοπα κείνη την μάνα, όπως κάνει ο κάθε άνθρωπος στον πόνο του επάνω.
Πολλοί ήταν εκείνοι που το ακολούθησαν σ’ εκείνη την διαδρομή λες και επρόκειτο για διαπόμπευση. Έφτασαν στην εκκλησία και η Κάσα περίμενε στον εξωτερικό χώρο της εκκλησιάς κατάχαμα. Εκείνη η κάσα που μας έφερνε αποστροφή και φόβο συνάμα όταν ήμασταν παιδιά, σ’ εκείνη την κάσα που βλέπαμε κάθε φορά στο πρόσωπο των νεκρών ζωγραφισμένη την θλίψη που άφηναν ετούτο τον κόσμο. Τώρα ήταν έτοιμη για να δεχτή μέσα στην νεκρική παγερή αγκαλιά της όχι άλλο ένα νεκρό κουφάρι, αλλά για πρώτη φορά ένα παιδί ολοζώντανο, που στο πρόσωπο του να είναι χαραγμένη η περιφρόνηση προς συνανθρώπους που δεν είχαν καθόλου ανθρώπινο συναίσθημα. Επεκράτησαν σκηνές φρίκης ώσπου κατάφεραν και το ξάπλωσαν με την βία μέσα σ’ εκείνο το φέρετρο με τα χέρια και τα πόδια του σφιχτά δεμένα, τύλιξαν την κάσα με τριχιές, πυκνά και γερά, ώστε να μην μπορεί να κουνηθεί και να νιώθουν εκείνοι ασφαλείς. Το δυστυχισμένο παιδί μετά από εκείνο το ξέσπασμα και την μεγάλη ταλαιπωρία που είχε δεχτή όλη εκείνη την ημέρα και την εξαντλητική του προσπάθεια να μείνει έξω από το φέρετρο έπεσε σε παράλυση. Ξεκίνησε το φέρετρο με την κουστωδία και το μετέφεραν στον ίδιο εκείνο χώρο και το πέταξαν μέσα στο άθλιο κατώγι εκείνου του ελεεινού σπιτιού για λίγες ώρες μέχρι να δροσίσει λίγο ημέρα, και να το πάνε με την ησυχία τους στον Πρόδρομο.
Εκείνα τα τρομερά είδαν τότε τα μάτια μου, εκείνες οι φωνές, τα ουρλιάσματα του παιδιού κατά την μεταφορά του με τον τρόπο του σβαρνίσματος, η μεγάλη του μάχη να μην μπει μέσα σ’ εκείνο το μακάβριο κασόνι,οι φωνές και τα κλάματα των γυναικών, η αποτρόπαια μεταφορά και το πονεμένο του μοιρολόγι που αντηχούσε μέσα στο μυαλό μου σαν έπεφτα για ύπνο τα βράδια. Ήταν πράγματα φοβερά για παιδικούς εφιάλτες τις νύχτες.
Την άλλη μέρα ήρθε το μαντάτο πως το δυστυχισμένο βλαχόπουλο βρήκε την <<λύτρωση>>. Η αιτία που προκάλεσε το τέλος του είναι άγνωστη. Υπήρξαν βέβαια κάποιες εκδοχές αλλά ας μείνω εγώ ως εδώ να συλλογιέμαι εκείνο το καημένο βλαχόπουλο το χιλιοπονεμένο και να τρέχει γρήγορα ο λογισμός μου κάπου εκεί γύρω σ’ εκείνη τη μάνα και ν’ αφουγκράζομαι νοερά κάποια απ’ τα πονεμένα μοιρολόγια της .
**Καλώς ήρθαν τα σύγνεφα που τ’άφερε ο αγέρας
Και φέραν το παιδάκι μου μες’ τα δικά μου χέρια. ΄
Σκύβω στο προσωπάκι του να το γλυκοφιλήσω
Και κείνο γίνεται καπνός σηκώνετε και φεύγει
Και που να πω το ντέρτι μου και το παράπονό μου.
Απλώνω τα χεράκια μου και βγάζω τα μαλλιά μου.
* * *
Δεν το ‘λπιζα παιδάκι μου, πως ήθελες πεθάνει
Να βάλω στο μαντήλι σου τρία καλά του κόσμου
Τον ήλιο και τον άνεμο και το λαμπρό φεγγάρι.
Ήλιο να δώσεις στους γεωργούς, τον άνεμο στους ναύτες,
Και το φεγγάρι το λαμπρό, να δώσεις στους τσοπάνους
Να σαλαγούν τα πρόβατα να ψιλοτραγουδάνε.
*Τις Πληροφορίες που αφορούν τη νόσο και τα συμπτώματα της λύσσας τις άντλησα από
Την πηγή της παγκόσμιας Σοβιετικής εγκυκλοπαίδειας.
( ΚΡΑΤΙΚΉ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΉ ΈΚΔΟΣΗ ΕΣΣΔ )
ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΠΑΡΘΕΝΏΝ
**Το μοιρολόγι από το βιβλίο του φίλτατου συμπατριώτη Αλέκου Σάββα,μέλος της Εξελεγκτικής Επιτροπής του Συλλόγου μας,επίτιμος πρόεδρος της ΠΑΝ.ΣΥ και Πρόεδρος Εφετών,Μελετήματα Ξηρομέρου.
ΠΈΤΡΟΣ ΠΟΛΥΖΟΣ
|