Πατησίων 5, Ομόνοια, 10436 Αθήνα
ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΦΙΛΩΝ ΤΗΣ ΒΕΛΑΝΙΔΙΑΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΟΣ ΑΜΑΔΡΥΑΔΑ
Σάββατο, 20 Απριλίου 2024
Παρατηρητήριο Βελανιδιάς
Βρίσκεστε στη σελίδα: Νέα - Άρθρα
14/5/2017 ΨΥΧΟΧΑΡΤΙ


ΠΈΤΡΟΣ ΠΟΛΎΖΟΣ

ΤΟ ΨΥΧΟΧΑΡΤΙ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

«Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένα χείλη, βγάλε κάνα χαμόγελο και πες κάνα τραγούδι.>>

  Μ αυτά  τα    πικραμένα λόγια άρχιζε η χιλιοπονεμένη και χαροκαμένη Μάνα, μετά από επιθυμία μου να ακούσω από τα χείλη της κάποια τραγούδια .Τραγούδια που με μάγευαν και μου έριχναν βάλσαμο στην παιδική μου καρδιά. Μ’ εκείνα τα τραγούδια  νανουρίστηκα και μ’ εκείνα μεγάλωσα . Χατίρι  δεν  μου  χάλαγε,  πάντα  ήταν  πρόθυμη  και  ανταποκρίνονταν  σ’   εκείνη την επιθυμία μου.

Άρχιζε πάντα με τραγούδια του πόνου, του αποχωρισμού, της ξενιτιάς και  γέμιζαν  τότε  τα μάτια της δάκρυα.  Μα σαν έβλεπε  το παιδικό  μου  προσωπάκι να σκοτεινιάζει από την θλίψη,  καταλάβαινε πως δεν άντεχα να την βλέπω  δακρυσμένη.  Σκούπιζε τότε τα μάτια της, μου χαμογελούσε γλυκά, κι’  έπιανε τότε     τραγούδια  χαρούμενα , τραγούδια  της  χαράς  και  της  αγάπης, εύρισκε  πάντα  εκείνα  που  μου  άρεσαν  και  τότε   η  ψυχή  μου  αγαλλίαζε από  χαρά.

 Σπουδαία  στο  τραγούδι  η  μάνα  και  καλή  μοιρολογίστρα, με όμορφη  αγγελική  φωνή που  όταν  τραγουδούσε  μάγευε   τα  πουλιά και τα  γλυκόλαλα  αηδόνια . Παντού  ακούγονταν  τα τραγούδια  της, όπου  και  να  βρίσκονταν στα  πλάγια,  στις  ραχούλες,  στις  λαγκαδιές, στους  κάμπους,  όλα  τούτα  τα  μέρη  του  τόπου  μου  τα  είχε  χιλιοτραγουδισμένα.

Στη δουλειά  πάντα μπροστά, δούλευε σκληρά  για  να  θρέψει  την  φαμίλια  της  Από  τις  πρώτες  πρωινές  ώρες  και  πριν  να  ροδίσει  η  αυγή  μέχρι το χρυσοπόρφιρο    βασίλεμα  του  Ήλιου,  κι’ ακόμα  πιο  πέρα,  πολλές  φορές  μέχρι  το  σκοτείνιασμα της  ημέρας,  ασχολιόνταν καθημερινά με  τις  πρωταρχικές  της  δουλειές  που της  έδιναν κάποιο  πενιχρό εισόδημα

 - με  το  φύτεμα,  το  σκάλισμα,  το  μάζεμα,  και  το  αρμάθιασμα  του  καπνού. Στα  ντεμάχια  με  το  τίναγμα,   και  τη  συγκέντρωση του  βελανιδιού  που  κρατούσε  μέχρι  το  φθινόπωρο, άλλοτε  πάλι  με  το  θέρο,  όταν  έπιανε  το δρεπάνι,  έπιανε  και  το  τραγούδι.

 Όλη  η  εργατιά  ψυχαγωγούνταν  με  τα  τραγούδια  της,  και  όλοι  μαζί  άνδρες  και  γυναίκες,  αδερφωμένοι  πιάνανε  το  τραγούδι  μαζί  της. 

Μεγάλη  η  φαμίλια  της  μεγάλα  και τα  βάσανα  της, σαν  έπιανε  ο  χειμώνας , έβγαινε  στο  δάσος   φρόντιζε  να  κόβει  και  να  κάνει  μεγάλα δεμάτια  από  φρύγανα,  άλλοτε  τα  ζαλίκωνε,  κι άλλες  φορές  έβαζε  την   πιδελόγα  της  και  με  δυσκολία  τα  φόρτωνε  στο  κεφάλι  της,  να  τα  φέρνει  στο  σπίτι για  να  τα  ρίχνει  στο  φούρνο  για  το  ψήσιμο  της  κίτρινης  μπομπότας  με  την  πικρή  της  γεύση.

 

  Κάπου  κάπου,  ζύμωνε  και  έπλαθε  τα  μυρωδάτα  εκείνα  λαχταριστά καρβέλια  του  καθάριου  σταρένιου  ψωμιού μα κ’ εκείνο λιγοστό, ίσα ίσα για ξεγέλασμα.  Mε  προθυμία  κουβαλούσε  ξύλα, ξυπόλητη  και  με  μελανιασμένα  πόδια  μέσα  στο  καταχείμωνο  και  στο  βαρύ  χιονιά,  σε  κάποια  νοικοκυρόσπιτα  που  είχαν  τον  τρόπο  τους,  για  να  εξοικονομήση λίγο  αλεύρι,  λίγο  λάδι,  και  λίγο  τυρί.  Κεφάτη  και  με  το  τραγούδι  πάντα  στα  χείλι  της  ανηφόριζε  τις  ράχες  και  κατέβαζε  στοίβες τα  ξύλα  κλαδεύοντας  πανύψηλες  και  μακρυκλόναρες,  λιγκονιασμένες  γέρικες  βελανιδιές,  που  ο  ήχος  του  τσεκουριού  αντιλαλούσε  αντίπερα  στις  άλλες  ραχούλες  συνοδευόμενος  με  το  αγκομαχητό  της  μάνας,  εύρισκε  την  δύναμη  να  τα  μεταφέρει  από  δύσβατα  και  κακοτράχαλα  μέρη  εκεί  που  την  περίμενε  δεμένο  στη  ρίζα  κάποιου  δένδρου  το  υπομονετικό  γαϊδουράκι  της  τίναζε  από  πάνω  της  την  ενοχλητική  σκόνη  της  ασφάκας  και  τα  αγριεμένα  λιγκόνια  για  να  απαλλαγεί  από  το  επίμονο  μανιασμένο   δάγκωμα  τους,  φόρτωνε  μετά  το  γαϊδουράκι  της  τα  ξύλα,  βάζοντας  από  την  μια  μεριά  του  σαμαριού  μια  ξύλινη  φούρκα  για  στήριγμα,  και  με  τον  ίδιο  τρόπο  φόρτωνε  και  την  άλλη  πλευρά,  τα  έδενε  με  σιγουριά  και  παίρνανε  το  δρόμο  του  γυρισμού  για  να ζεστάνει  την  φαμίλια  της  τους  κρύους  εκείνους  τότε  χειμώνες.

  Ξαπόσταμα  δεν  είχε  ποτέ  εκείνη  η  μάνα.

Βιάζονταν να  βγει  νωρίς  στα  χωράφια  να  ανακατεύει  τραγούδια,  και  μοιρολόγια  μαζί,  με  το  υγρό  πρωινιάτικο  κρύο  αγέρι,    για  να  φέρει  τσουβάλια  την  λαψάνα,  τα  λάπατα, την  μολόχα,  την  τσουκνίδα  και  άλλα  λογής  λογής  χόρτα  να  μας  φκιάνει  εκείνες  της  νόστιμες  καλοψημένες  πίτες  στο  μεγάλο  γύρισμα  [σίνι]  που  μοσχοβολούσε  το  σπίτι.  

 Πάντα  την  συντρόφευα  σε  όλα  τούτα  και  πολλές   φορές  έβλεπα  τα  γρατσουνισμένα  και  μελανιασμένα  από  το  κρύο  χέρια  και  πόδια  της  μ εκείνες  τις  κοκκινομέλανες στάμπες  και  μάτωνε  και  η  δική  μου  η  καρδιά.

Κι’  ώμος   εκείνη η μάνα έκανε  ακούραστα  το  χρέος  της  και  ξέχναγε  όλα  εκείνα  κόπους,  φτώχια , και  βάσανα,  με  κάποια  γλυκά  όμορφα  παλιά  τραγούδια. 

Μετά  το  τραγούδι  σώπαινε  για  λίγο  έπιανε  τις  δύο  άκρες  της  μαύρης  της  μαντίλας  που  φορούσε  στο  κεφάλι  της  της  τύλιγε  γύρο  στον  λαιμό  της   της  ανασήκωνε  και  σκέπαζε  το μισό  πρόσωπο  της  μέχρι  σχεδόν  στα  μάτια  σαν  Ασιατική  μπούργκα  κ’  έπιανε  χαμηλόφωνα  το  μοιρολόι  « όλοι  οι  καημοί  γιατρεύονται  κ όλοι  οι  καημοί  βαστιούνται  σαν  του  παιδιού  σαν  τ αδερφού  κάνας  καημός  δεν  είναι  είναι  μαχαίρι  δίκοπο  μαχαίρι   ακονισμένο,»  βούρκωναν  τότε  ξανά  τα  μάτια  της  και  μέσα  από  την ψυχή  της  έβγαινε  εκείνο  το  πονεμένο    σιγανό  παράπονο  <<ΩΧ  ΧΡΗΣΤΟΥΛΗ  ΜΟΥ <<  και  σιγά  σιγά  αλάργευε  για  να  μείνει  όσο  μπορούσε  μακριά  μου,  για  να  εξωτερικεύσει  ελεύθερα  τον  πόνο  της.  

Εκείνος  ο  ψυχικός  πόνος,  και  τα  δάκρυα  της  μάνας  τα  αστέρευτα,  πονούσαν  και  την  δική  μου  την  καρδιά,  μαυροφορεμένη  μια  ζωή,  μαυρισμένη  και η ψυχή της,  μαράζι  το  είχα  να  έβλεπα  μια  φορά  την  μάνα  στα  αλέγρα  ντυμένη  και    τίποτα  άλλο  στον  κόσμο  δεν  ήθελα,  άλλο  τόσο  νόμιζα  πως  θα  γινόμουν  απ’  την  χαρά  μου, εκείνη  η  επιθυμία  μου  ποτέ  δεν  εκπληρώθηκε,  και  με  εκείνα  τα  μαύρα  η  μάνα   έφυγε.

 Ποτέ  η  πείνα  δεν  με  ένοιαξε  γιατί  ήμουν  χορτάτο  από  την  αγάπη  της  ούτε  και  το  κρύο  το  ένιωθα  κοντά  της  γιατί  ήταν  αρκετό  το  ζέσταμα  της  μάνας,  όταν  έπιανε  με  τις  χούφτες  της  τα  δύο  μικρά  μου  χέρια,  έκανε  τις  ξυλιασμένες  μου  παλάμες   με  τα  παγωμένα  μου  δάκτυλα  σαν  μια  μικρή  μπαλίτσα   τα  χουχούλιαζε  με  την  ανάσα  της,  και  με  το  ζεστό  της  σφιχταγκάλιασμα,  μου    ζέσταινε  το  κορμάκι  μου  και  την  ψυχή  μου.   Μα  εκείνη  η  μαύρη  φορεσιά  μου  έφερνε  λύπη  γιατί  μου  θύμιζε  πόνο  και  θάνατο.

 

  Αλησμόνητες   μου  μένουν  εκείνες  η  πικρές  και  πονεμένες  στιγμές  της  μάνας  σε  κάποια  ψυχοσάββατα  και  σε  μερικές  γιορτές   που  της  έφκιανα  με  δική  της  υπόδειξη  εκείνο  το  ψυχοχάρτι,  ένα  μικρό  κομμάτι   χαρτί  από  τετράδιο  του  σχολείου  μου  κομμένο,  σχεδίαζα  με  το  μολύβι  μου  ένα  μαύρο  σταυρό  και  τον  έκανα  όσο  το  δυνατόν  πιο  όμορφο  καλλιτεχνικά  μπορούσα,  νομίζοντας  έτσι  με  την  παιδική  μου  φιλοσοφία   πως  θα  της  μέρωνα  την  ψυχή,  και  θα  απάλυνα  τον  πόνο  της  καρδιάς της,  εκείνο  τον  πόνο  που  της  προκάλεσαν  τόσοι  θάνατοι  σε  εκείνη  την  τρυφερή  παιδική  της  ηλικία. 

Γέμιζε  εκείνο  το  ψυχοχάρτι  από  ονόματα  όπως  μου  τα  υπαγόρευε   εκείνη  και  κάθε  φορά  χρόνο  με  το  χρόνο  εκείνος  ο  κατάλογος  όλο  και  μεγάλωνε,  αριστερά  του  σταυρού  με έβαζε να γράφω το όνομα του  πατέρας  της  δεξιά  της μάνα  της,  και  κάτω  από  το  όνομα  του  πατέρα  τ’ αδέρφια  της,   κ’ άλλα  ονόματα  από  αγαπημένα  πρόσωπα, που  δεν  ξεχνούσε  ποτέ   όλες εκείνες τις ψυχούλες που  είχαν  φύγει  τότε  από  εκείνη την  ζωή.  

Τελείωνα  εγώ   εκείνο  το  χαρτί,  έτοιμο  είχε  κι  μάνα  από  νωρίς  ένα  πιάτο  βρασμένο   στάρι,  μ’ ένα   σταυρό  από  μαύρη  σταφίδα  καμωμένο   άφηνε  στην  άκρη  τότε  τα  δάκρυα  έβαζε  τα  μαύρα  της  τα ρούχα  τα  καλά

  και  στο  άκουσμα  της  καμπάνας  παίρναμε   το  δρόμο   βιαστικά για  την  εκκλησία,  εγώ,  να  πηγαίνω  δίπλα της χοροπηδώντας,  και  φλυαρώντας  χαρούμενο,  γιατί  έβλεπα  την  μάνα  τις  ώρες  εκείνες  αλλιώτικη   με  τα  καλά  της  τα  ρούχα  ντυμένη  κι  ας  ήταν  μαύρα,  δεν  έμοιαζαν  μ εκείνη  την  παλιά  καθημερινή  φορεσιά  την  ξεθωριασμένη  από  τον  μόχθο και τον ήλιο,  φορούσε  πάντα τα ίδια καθαρά παπούτσια που τα είχε από τα νιάτα της πάντα τυλιγμένα, και προστατευμένα, και   περπατούσε  με  χάρη.  Έτσι  έβλεπα  την  μάνα  γλυκιά  όμορφη  και  μέσα  απ  τα  βάθη  της  ψυχής  μου  την  καμάρωνα.

  Εκείνη  ώμος  προχωρούσε  αμίλητη,  σκυθρωπή,  με  βυθισμένο  το  μυαλό  της  σε  μαύρες  σκέψεις,  και  πισωγυρίσματα  σ  αλλοτινούς  καιρούς.  Κρατούσε   με  ευλάβεια  μέχρι  την  εκκλησία  εκείνο  το  φτωχό  πιάτο  με  τα  κόλλυβα  με  άσπρη  καθαρή  πετσέτα  σκεπασμένο,  κ’ ένα  μικρό  αγνό  κεράκι  φκιασμένο  με  τα  χέρια  της,  και  στην τσέπη  της διπλωμένο  εκείνο το  ψυχοχάρτι,  το  δικό  μου  δημιούργημα  και   λίγα  λιανά  να  δώσει  στον  παπά  για  κείνο  το  τρισάγιο.

 

  Ακουμπούσε  το  πιάτο  η  μάνα  στο  σκαλί  κάτω  απ  την  εικόνες και  χάνονταν μέσα  στις άλλες   μαυροφορεμένες  γυναίκες,   κι  άλλες  γυναίκες   εναπόθεταν  δίπλα  με  τον  ίδιο   πόνο  το  δικό  τους  πιάτο  κ εκείνες,  γέμιζαν  απ  άκρη  σ άκρη  εκείνα  τα  σκαλιά  κάτω  απ τα  καντήλια  και  της  εικόνες  των  αγίων   από  πιάτα  φτωχά,  χλωμά,  με τα  κεριά   επάνω   αναμμένα  με  φως  τρεμάμενο  χλωμά  κ εκείνα,  μνημόνε  ο  παπάς αράδα   υπέρ  αναπαύσεως  και  συγχώρεσης,  ακούγονταν  όλα  εκείνα  τα  ονόματα  που  ήταν  στα  χαρτιά  γραμμένα  και  η  ατμόσφαιρα  γινόταν  βαριά  και  γέμιζε  από  πόνο  η  εκκλησία,  βούρκωναν  η  γυναίκες  και  δάκρυζαν,  δάκρυζε  και  η  δική  μου  η  μάνα  όταν  διάβαζε  ο  παπάς  το  δικό  της  ψυχοχάρτι  και  μέσα  σ εκείνα  τα  ονόματα  που  ακούγονταν  ξεχώριζαν  τα  ονόματα    μικρόν  παιδιών  αδέρφια  της  μάνας  που  έφυγαν   νωρίς  απ  τη  ζωή  σ’ εκείνη  την  τρυφερή  παιδική  ηλικία             

ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ    

ΓΕΩΡΓΙΟΥ         

ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ  και

ΣΤΕΛΙΑΝΟΥ             

Για  εκείνα  τα  ονόματα   η  μάνα  πόναγε  και  για  εκείνα   χρόνια  και   χρόνια   έκλεγε  κι   αναπαμό  δεν  είχε.

Αβάσταχτος  ο πόνος  για  τον  χαμό  των  γονιών  της,  μα  για  εκείνα  τα   αναπαυμένα   αδέρφια  της   τα  αδικοχαμένα  έπιανε κάθε φορά τα μοιρολόγια και το  σαράκι,  της  έτρωγε λίγο  λίγο  την  ζωή.  

Και  στις  γιορτές  αν  κάποιο  απ  τα  αδέρφια  της  είχε  το  όνομα  του  Αγίου  πήγαινε  η  μάνα  στον  εσπερινό  με  τον  ίδιο  πόνο  εκείνο  το ψυχοχάρτι,  το  ίδιο  ακριβός φκιασμένο πιάτο   με  κείνο  τον  μαύρο  σταυρό  και  το  κεράκι  πάλι   αναμένω,  κάθε  φορά  εκεί   στην  ίδια  θέση.    Εκεί   σ  εκείνα  τα  σκαλιά που κάποτε ανέβαινε  η  μάνα,  της δικής  μου  μάνας   κρατώντας  τρυφερά  στην  αγκαλιά   εκείνα  τα  παιδιά  όταν  τα  πρώτο  έφερε  στον  κόσμο  κ’  εκεί  τα  μεταλάβαινε,  σ εκείνα  τα  σκαλιά  ανέβαινε  με  ευλάβεια  και  τα  έβαζε   μικρά  να  προσκυνάνε, κι  όταν   εκείνα  τα  φωτινά αστεράκια βασίλεψαν   και  δεν  ξανά  φώτισαν πια,  το  μόνο  που  απόμεινε   κάτω  από  εκείνες  της  εικόνες  σε κάποια  γιορτή,  και  κάθε  ψυχοσάββατο  στα ίδια  εκείνα σκαλοπάτια, ήταν  εκείνο  το  φτωχό  πιάτο  της  μάνας  με  το  κεράκι  του  ν’ αργοσβήνει,  και  να  μοιάζει (στα  δικά  μου  παιδικά μάτια)  σαν  περιφρονημένο,  μικρό  παιδί  με  πρόσωπο  χλωμό  γεμάτο  παράπονο  έτοιμο  να  βάλει  τα  κλάματα.  Την  ιερή  εκείνη  υποχρέωση  την  ανέλαβε  από  μικρή  η  μάνα,  μετά  την  ορφάνια  της,  από  το  ξεκλήρισμα εκείνης  της  φαμελιάς,  να  κρατά   όσο  θα  ζούσε  κ  εκείνη, αξέχαστη  την  μνήμη  εκείνων  των  παιδιών,  να  λαρώνη  μετά  το  τρισάγιο  κάπως  το  δάκρυ της, και  η ψυχολογία  της  μάνας για λίγο άλλαζε,  έβλεπα  το  πρόσωπο  της  φωτεινό,  χαρούμενο, γελαστό γιατί  εκπλήρωνε  κάθε  φορά  το  καθήκον  της,  απέναντι  στα  αγαπημένα  της  αδέρφια   τα  άτυχα.  Και  δεν  παράλειπε  ποτέ  εκείνη  την  υποχρέωση  γιατί   πίστευε  και   το  έλεγε  κάθε  φορά, με καημό. « Αυτοί που  φεύγουν  απ  τη  ζωή    πεθαίνουν  άμα  εμείς  οι  ζωντανοί  τους  αστοχάμε». Μοίραζε  η  μάνα  το  στάρι  έξω  από  την  εκκλησιά σε παιδιά,  και σε κάποιες  μαυροφορεμένες  γριούλες  που  γνώριζαν κ’ εκείνες  από  θάνατο  και  συχώραγαν,  «συχωρεμένα  νάνε»  έλεγαν,  κι’  ας  ήταν  εκείνες  η  παιδικές ψυχούλες  αναμάρτητες. Έπαιρνα  κι’ εγώ  κάθε  φορά από το στάρι της μάνας την κοιτούσα στα μάτια και συχώραγα. Αν και μικρό παιδί τότε, ένιωθα εκείνη την δυστυχία και τον πόνο τόσων χρόνων της μάνας και γιατί έπιανε  εκείνα τα μοιρολόγια, κάθε φορά, - και τα τραγούδια της ακόμα τον ίδιο πόνο εκφράζανε-. Ήξερα πως από μικρή η μάνα πάνω στη τρυφερή της ηλικία, άλλο από θανάτους δεν γνώρισε. Πάνω  στο φτωχικό τους καλύβι, είχε φωλιάσει το χαροπούλι έκρωζε τις νύχτες και  σταματημό δεν είχε. Μεγάλη και πάμφτωχη οικογένεια ήταν, γεννημένη μέσα σε  ραγάζοσκέπαστο κατασκεύασμα, εκείνο ήταν το σπίτι τους. Εκεί γεννήθηκε κι’ εκεί μέσα μεγάλωσε ετούτη η μάνα. Ζούσε φτωχικά,  ευτυχισμένα όμως  σ’ εκείνα τα ξέγνοιαστα παιδικά της χρόνια, κοντά στον πατέρα, στη μάνα, και στ’ αγαπημένα της αδέρφια. Ήταν  το δεύτερο παιδί της οικογένειας, δεκατριάχρονη τότε, πρώτος  απ όλα τα αδέρφια ήταν ο δέκα εννιάχρονος Δημήτρης, αδυναμία της μάνας μου μετά από εκείνη, ο εντεκάχρονος Γιώργος, ο εννιάχρονος Γρηγόρης,  μετά το γρηγόρη, η Αγόρο,   και το τελευταίο μικρό παιδί ο Στέλιος. Περίσσευε η ευτυχία  σ  εκείνο το καλύβι με τόσα μόσχο λούλουδα  που είχαν ανθίσει εκεί μέσα. Ξαφνικά ήρθε η συμφορά, η λαίλαπα της καταστροφής και λαμπάδιασε εκείνο το φτωχοκάλυβο και το έκανε στάχτες και θλιβερά αποκαΐδια και έρχονταν οι συμφορές η μια κοντά στην άλλη. Δεν έφτανε η φτώχια που είχαν εκείνοι οι Άνθρωποι, μπήκε κι’ ο Χάρος και θρόνιασε  εκεί μέσα, και την  έκανε  κονάκι του εκείνη την Καλύβα,  κι’ άρχιζε κάθε φορά τον θερισμό. Ο πρώτος πένθιμος ήχος της καμπάνας ήταν για το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας, τον δέκα εννιά χρόνο Δημήτρη. Κάποιοι γιατροί που  είδαν το παιδί όταν αρρώστησε είπαν πως πάσχει από ραχίτιδα  και τους το ξέκοψαν πως γιάτρεμα  το παιδί δεν έχει. Αιτία της αρρώστιας του, ήταν μια ηλιόλουστη κρύα μέρα του Μάρτη, από εκείνες τις ξεχωριστές μέρες που λαχταρά κανείς να πιάνει κάποιο απάνεμο μέρος και να απολαμβάνει τη ζεστή εκείνη θαλπωρή  της Άνοιξης. Εκείνο  αρρώστησε γιατί αποκοιμήθηκε  σε κάποια απάνεμη μεριά του καλυβιού του κάτω από τον Ολόλαμπρο Μαρτιάτικο Ήλιο .>>ο ήλιος εκείνος του Μάρτη μας αρρώστησε τον αδερφό μου κ’ έπαθε ραχίτιδα,  βασανίστηκε πολλούς μήνες,  και υπόφερε  από μεγάλους πόνους το κορμάκι του>>,  μας έλεγε η μάνα. Οικονομικά δεν μπορούσαν οι γονείς να του προσφέρουν καμιά άλλη ιατρική βοήθεια με την φτώχια που είχαν. Πέρα από τη φροντίδα της φτωχής του μάνας  και της αδερφής του τη δικής μου μάνας που το συντρόφευε με τα τραγούδια της, μ’ εκείνη την σπάνια χαρισματική φωνή της, επιθυμία του άτυχου αδερφού της ήταν και την είχε βάλει σε όρκο να μην λείψει ποτέ το τραγούδι από τα χείλη της γιατί εκείνα τα τραγούδια νόμιζε πως του λαπασάριζαν τον πόνο και του γαλήνευαν την ψυχή του. Όλα τ’ άλλα  τα άφησαν στην θέληση του Θεού, και σ’ εκείνον στήριζαν τις ελπίδες τους. Πάντα  ήλπιζαν οι Γονείς και μια μικρή ελπίδα ήρθε να λάμψει για λίγο και πάλη χάθηκε και κράτησε τόσο λίγο όσο κρατούν τα πεφταστέρια  όταν πέφτουν την νύχτα που λάμπουνε για λίγο και πάλι χάνονται στον κατασκότεινο ουρανό. Έτυχε κάποια μέρα να ανηφορίσει και να σταματήσει κάποιος Γέροντας ζητιάνος έξω από το φτωχό καλύβι για να ζητήσει  ελεημοσύνη,  χτύπησε την πόρτα και κάθισε στο μικρό πεζούλι  κουρασμένος,  βγήκε η χαροκαμένη μάνα  <<τη να σου δώσω άνθρωπε μου που δεν έχω τίποτε>> του είπε και μπήκε ξανά μέσα  έβαλε  ένα κομμάτι ροκίσιο ψωμί  μέσα σ’ ένα πιάτο από εκείνο το λιγοστό που είχε κ’ εκείνη, και το απίθωσε δίπλα του για να το βάλει μέσα στον τρουβά του όπως  συνηθίζανε οι ζητιάνοι,  άκουσε ο Γέροντας τα βογγητά από τους πόνους του δυστυχισμένου παιδιού <<τι πάθατε>> ρώτησε με συμπόνια, και η καρδιά του πόνεσε όταν έμαθε για την αρρώστια του παλληκαριού  από εκείνη την μάνα πως το παιδί της έχει ραχίτιδα και  όπως είπαν οι γιατροί  πως γιάτρεμα δεν έχει και θα της το πάρει ο θεός. Συννέφιασε το πρόσωπο του ζητιάνου,  τα θολά γέρικα  μάτια  του βούρκωσαν,  δείχνοντας  την ευαισθησία εκείνου του ανθρώπου, το πρόσωπό του δεν έμοιαζε με ζητιάνος, η εικόνα του έδειχνε Αγιοσύνη  Άνθρωπο πονετικό, θα τον νόμιζε κανείς πως ήταν κάποιος ιερέας από εκείνους τους πραγματικά ταπεινούς παπάδες, τους Σεβάσμιους  αν δεν είχε εκείνα τα ρούχα που έδειχναν την φτώχια του. Ήταν άνθρωπος που κρέμονταν από τα χείλι του όσοι άκουγαν τα ευγενικά  παρήγορα λόγια του και για κείνη την μάνα ήταν εκείνες η στιγμές, στιγμές ανακούφισης.  Έμεινε για λίγο σιωπηλός προβληματισμένος μετά ρώτησε την πονεμένη μάνα αν έχει μια κορδέλα η κάποιο μικρό σχοινί  και μ’ εκείνο  να πάει κάποιος, και της έδειξε ένα αιωνόβιο φουντωτό πουρνάρι  που ήταν μέσα σ’ ένα χωράφι πολύ κοντά σ’ εκείνη την γειτονιά ν’ ανέβει  επάνω,  της είπε να το τυλίξει γύρω από ένα βλαστάρι χωρίς να το δέση σφιχτά και αν η κορφάδα του βλασταριού  δεν μαραθεί  σε δυο μέρες, το παιδί σου θα γίνει καλά. <<τί άλλο θέλω άνθρωπέ μου που να συγχωρηθούν τα πεθαμένα σου το παιδί μου να γίνει καλά και τίποτα άλλο  στον κόσμο δεν θέλω>>. του είπε κι’ άρχισε  εκείνη η μάνα τα ταξίματα και σταυροκοπιότανε για την σωτηρία του παιδιού της. Σηκώθηκε ο ξένος ζήτησε και του  δώσανε λίγο νερό γέμισε ένα μικρό αλουμινένιο παγούρι  πού είχε μαζί του, άφησε το ψωμί στο πεζούλι και παρ’ όλα τα παρακάλια δεν θέλησε να το πάρει <<άστο κυρά να φάνε τα παιδιά σου εσείς έχετε το χάλι σας, και χολοσκάς για μένα  εγώ κάπου θα βρω ένα ξεροκόμματο να περάσω την νύχτα μου απόψε.>> της είπε κ’ έφυγε με βαριά καρδιά από το δράμα εκείνης της μάνας. Έξω στην αυλή είχαν μαζευτεί κάποια μικρά παιδιά της γειτονιάς, η μάνα μου μαζί με τ’ αδέρφια της, για να δούνε από περιέργεια εκείνο τον διακονιάρη όπως τον έλεγαν, μπήκε μέσα  στο καλύβι η χαροκαμένη μάνα του άρρωστου παιδιού έψαξε με αγωνία βρήκε μια  κορδέλα κομμένη από παλιό κόκκινο ύφασμα από εκείνα που τα κόβουν να κάνουν κουρελούδες,  την έδωσε στην  κόρη της την δική μου μάνα και της είπε κλαμένη <<Σύρε κοπέλα μου, και κάμε αυτό που μας είπε αυτός ο χριστιανός, μπας και είναι τυχερό μας και γίνει  καλά το παιδί μας >>. Πήρε την κορδέλα το παιδί, κ’ έτρεξε για το πουρνάρι κι’ ένα τσούρμο από παιδάκια να την ακολουθούν. Το δένδρο εκείνο ήταν πολλών χρόνων με χοντρό κορμό, και με μεγάλη πυκνή και πλούσια φυλλωσιά, που στην σκιά εκείνου του δέντρου απολαμβάνανε την δροσιά του τα καλοκαίρια πολλά από τα ζώα της γειτονιάς. Ατέλειωτος ο χρόνος της μικρής εκείνης διαδρομής φάνηκε στη μάνα, και ποιο δύσκολο ακόμα το ανέβασμα, μετά από πολλές προσπάθειες και με την βοήθεια των άλλων παιδιών κατάφερε ν’ ανέβει όσο ποιο ψηλά μπορούσε σχεδόν στην κορυφή. Γρατζουνίστηκε  σ’ εκείνο το ανέβασμα και πόνεσε από τα αγκαθωτά σκληρά φύλλα του πουρναριού, παραμέρισε τα κλαριά με προσοχή, και διάλεξε ένα τρυφερό βλαστάρι, κάπου στην άκρη της φυλλωσιάς για να μπορεί να βλέπει την κορδέλα όταν θα κατέβαινε, τύλιξε το κλωνάρι εκείνο όπως της είπαν να κάνει και με την ίδια δυσκολία κατέβηκε, πήραν τα παιδιά το δρόμο της επιστροφής  και σε λίγα λεπτά θα ξαναβρίσκονταν πάλι στην ίδια την αυλή. Δεν απομακρυνθήκαν πολύ παρά μόνο λίγα μέτρα, γύρισε η μάνα για να δει αν φαίνεται το σημάδι που έβαλε, και το πρόσωπό της χλόμιασε όταν είδε πως εκείνο το  βλαστάρι μαράθηκε  και  κείνη η τρυφερή κορφάδα του έγειρε προς τη γη. Έβαλε το παιδί τα κλάματα κ’ έτρεξε να πει τα νέα στην πονεμένη μάνα και της έγινε κ’ εκείνης η καρδιά συντρίμμια, έσβησε ποια για την μάνα κ’ εκείνη η μικρή  γλυκιά ελπίδα πως το άτυχο παιδί της θα γίνονταν κάποια μέρα καλά. Λίγες μέρες μετά η κατάσταση του δύστυχου Δημήτρη βάρυνε, οι γονείς και τούτη η μάνα έβλεπαν πως έρχονταν το τέλος του παλληκαριού τους,  μέρα, και νύχτα έμεναν απαρηγόρητοι κοντά στο προσκεφάλι του παιδιού τους στις τελευταίες στιγμές της ζωής του. Την ημέρα όλο και κάποιος άνθρωπος  θα περνούσε από το φτωχικό τους να τους κρατά συντροφιά, όταν όμως βράδιαζε και έπεφτε η νύχτα τους ψυχοπλάκωνε η μοναξιά και η παγερή σιγή της νύχτας, έχοντας για  συνοδειά το αδύναμο φως του λυχναριού. και την ανάσα των υπόλοιπων μικρών παιδιών τους που κοιμόνταν  ήσυχα  μ’ εκείνη  την παιδική αθωότητα, παραμερίζοντας ο ύπνος από το νου τους τις στενοχώρια, και τον πόνο, για την κατάσταση του ετοιμοθάνατου αδερφού τους, και μέσα σε’ εκείνες τις σιωπηλές νύχτες  που τα χείλι της μάνας και του πατέρα έμεναν αμίλητα σφραγισμένα από τον πόνο,  άρχιζε  κ’ εκείνο το νυχτοπούλι τα  βράδια πάνω στα ψηλά κλωνάρια μιας διπλανής αμυγδαλιάς τα ανατριχιαστικά του κρωξίματα  προ αναγγέλλοντας θάνατο, έβγαινε ο δύστυχος  πατέρας μέσα στη νύχτα και το έδιωχνε. Άνοιγε τις φτερούγες του εκείνο, γλιστρώντας προς τα κάτω  κάνοντας μια καμπυλωτή τροχιά αυλάκωνε  απαλά αθόρυβα το πυκνό σκοτάδι της νύχτας ανέβαινε στην κορυφή κάποιου άλλου δένδρου κι’ άρχιζε τις ίδιες νευρικές φωνές του, έμεινε εκεί για λίγο και γύριζε πάλι στο ίδιο σημείο και συνέχιζε ξανά εκείνο το απαίσιο θλιβερό κλαψούρισμα. Μια μέρα πριν κάποια αναλαμπή φάνηκε και μια γλυκιά έκφραση απλώθηκε στο ταλαιπωρημένο  πρόσωπο, του άρρωστου παιδιού,,, είχαν σταματήσει και οι πόνοι του κορμιού του κι’ όλα έδειχναν πως άρχισε να αναρρώνει κουβέντιασαν το βράδυ μαζί του ζήτησε απ’ την αδερφή του και του τραγούδησε ένα  από τα αγαπημένα του τραγούδια έστρωσε κ’ εκείνη η μάνα το μεσάλι κατάχαμα για το βραδινό φαγητό δοκίμασε κ’ εκείνο λίγο από το χέρι της μάνας του και σε λίγο το πήρε ο ύπνος, το ξεγέλασμα  όμως εκείνο τους έριξε όλους σε βαθύ ύπνο εκείνη την νύχτα, ακόμα κ’ εκείνη την μάνα. Την Νύχτα εκείνη ο  Δημήτρης  δεν άντεξε Άλο απ’ την πολύμηνη αρρώστια του, και αφέθηκε ήρεμα στην γαλήνια αγκαλιά του θανάτου. Το πρωί το βρήκαν πεθαμένο μ’ εκείνη την γαλήνια έκφραση απλωμένη στο παιδικό του πρόσωπο σα να συνέχιζε τον ατάραχο ήρεμο ύπνο του. Ένα από τα καμώματα της μοίρας  ήταν και τούτο   -Λίγο καιρό πριν του είχαν στείλει το χαρτί να παρουσιαστεί στον στρατό και του είχαν ορίσει ημερομηνία και την ίδια εκείνη μέρα ταξίδεψε όχι για τις επίγειες αλά για τις ουράνιες στρατιές του Αρχάγγελου Μιχαήλ.- Έκλαψαν  πόνεσαν  οι γονείς, έβαψαν  τα  ρούχα τους μαύρα   η  μάνα μαζί με τις μικρές της κόρες, και το πρώτο μοιρολόι το είπε η δική μου μάνα επάνω στο φρεσκοσκαμμένο μνήμα  του αγαπημένου της αδερφού σ’ εκείνη την παιδική της ηλικία, εκεί περνούσε  τις απογευματινές ώρες  κοντά του, να θρηνεί μέχρι που νύχτωνε για τα καλά, τα παιδικά κλάματά και τα μοιρολόγια της συγκινούσανε  τους κατοίκους των διπλανών σπιτιών πήγαιναν κοντά της και με το καλό  την στέλνανε στο σπίτι. -Θέλω να επισημάνω πως το κοιμητήρι ήταν τότε κοντά στα σπίτια του χωριού και στο κέντρο του ο Ναός του Αγίου Δημητρίου στην σημερινή πλατεία αργότερα μεταφέρθηκε έξω από το χωριό στη θέση που βρίσκεται σήμερα.- Δεν πέρασε πολύς καιρός και πάνω στο πένθος, στη φτώχεια και στη μιζέρια, ήρθε κι άλλη συμφορά, η τραγωδία της Ασιατικής γρίπης! Απλώθηκε το κακό εκείνο σ' όλη την Ελλάδα κι αφάνιζε κόσμο. Πέρασε και στη φτωχογειτονιά και πρώτα απ' όλα χτύπησε εκείνη  την  οικογένεια. Κάποιος στρατιώτης αδειούχος συγγενής τους, φορέας του μικροβίου της γρίπης πέρασε να δει τη θεία του, μητέρα των παιδιών, τη συνάντησε έξω στην αυλή και την χαιρέτησε - η χειραψία εκείνη έφερε τη συμφορά. Έπεσαν όλοι με θέρμη μεγάλη από την γρίπη στο στρώμα, ήταν ραγδαία η επιδείνωση της αρρώστιας των δύο μικρών αγοριών και του πατέρα μαζί!  Ο πρώτος που άφησε την τελευταία του αναπνοή από την γρίπη  ήταν ο Γιώργος.  κι άλλος πόνος κι άλλα δάκρυα κι άλλο πένθος. Δεν έφτανε εκείνο το κακό, άνθρωπος δεν πέρναγε την πόρτα του νεκρού και πολύ περισσότερο την πόρτα του αρρώστου. Ο φόβος ήταν μεγάλος μην κολλήσουν την αρρώστια κι εκείνοι. Υπήρχε στο χωριό   κάποια γυναίκα η Βάσω που κατάγονταν από το σόι των Γερογιανναίων . Εκείνη δε λογάριαζε θάνατο,  πήγαινε στον κάθε άρρωστο  και πρόσφερε τη βοήθεια της και  στον κάθε νεκρό,  εκείνη τον έπλυνε και τον σαβάνωνε. Γύρισαν απ' την ταφή του μικρού Γιώργου και βρήκαν τον πατέρα και το μικρό Γρηγόρη , νεκρούς κι εκείνους. Θάνατος πάνω στον θάνατο, πίκρα στην πίκρα, ατέλειωτος πόνος! Έκρωζε ασταμάτητα το χαροπούλι τα βράδια, κι η καμπάνα κτυπούσε την ημέρα αδιάκοπα, λυπητερά πένθιμα!

      Είχε αγριέψει ο Χάρος και ξεκλήρισε όλα τα αρσενικά μέσα σε εκείνο το καλύβι. Πέντ' έξι άτομα ακολουθούσαν την πομπή  εκείνη,  γιατί οι περισσότεροι κάτοικοι του  χωριού ήταν πεσμένοι άρρωστοι στο στρώμα και όσοι ήταν καλά δεν πήγαιναν από φόβο μην κολλήσουν κ’ εκείνοι την καταραμένη γρίπη, μόνο  η Βάσω και κάποιοι συγγενείς  ακολουθούσαν και πίσω να σέρνετε εκείνη η πονεμένη μάνα με μάτια στεγνά, αδάκρυτα. Αναμαλλιασμένη κουβαλώντας μέσα στην ψυχούλα της κρυμμένο τον μεγάλο αβάσταχτο πόνο, τον βαρύ μητρικό πόνο. Ακολουθούσε αδιαμαρτύρητα τα άψυχα εκείνα κορμάκια που τα’ χει αναθρεμμένα με τόσες και τόσες στερήσεις  για την τελευταία τους κατοικία και τον κύρη της μαζί,  ούτε ένα παράπονο προς τον μεγαλοδύναμο δεν έβγαζαν τα χείλι της που την είχε έτσι καταδικασμένη. Έμεινε η μάνα με τις δυο κόρες και το μικρό παιδί τον Στέλιο. Σταμάτησε κάποτε η καμπάνα να χτυπά πένθιμα και το χαροπούλι πέταξε για άλλο τόπο και μέσα από εκείνα τα αποκαΐδια και τη στάχτη του μοιραίου καλυβιού πετάχτηκε και μεγάλωσε εκείνο  το τρυφερό βλαστάρι ο Στέλιος, και μπουμπούκιασε, κι έγινε όμορφο μοσχοτριαντάφυλλο όπως όλα τα αδέρφια τ' αναπαυμένα.  κι ήταν η ελπίδα και η παρηγοριά  της μάνα του και για τις δύστυχες  αδερφές του, μάζεψαν τις δυνάμεις τους εκείνες οι τραγικές φιγούρες, μοίραζαν ακόμα και την ίδια τους τη χαψιά που έτρωγαν μαζί του και το μεγάλωσαν. Έγινε δεκάχρονο παλικαράκι, μαλάκωσε τον πόνο τους  και τους γαλήνευε την πονεμένη τους ψυχή με τα καμώματά και τα χαρίσματά του. Πέρασαν οι χειμώνες της συμφοράς και έλαμψε μια ηλιαχτίδα από ανοιξιάτικο ήλιο και μπήκε μέσα απ'  το παράθυρο σ’ εκείνο το καλύβι  κράτησε για λίγο - και ξανάρθε πάλι χειμώνας βαρύς, παγωνιά κρυάδα θανάτου,  καινούρια συμφορά τους βρήκε!

    Κάποιος συγγενής της μάνας των παιδιών, από τα Καλύβια Αγρινίου, χωριό πέρα από τον Αχελώο, ήρθε να τους δει με σκοπό να του δώσουν το μικρό Στέλιο να τον πάρει μαζί του. Έφερε και το γαϊδουράκι  του μαζί για να ξεκουράζεται στο δρόμο από την μακρινή εκείνη διαδρομή. Ήθελε το παιδί για λίγες μόνο μέρες να κάνει συντροφιά στο μικρό μοναχοπαίδι τους όσο θα λείπανε οι γονείς κάποιες ώρες την ημέρα για δουλειές που έπρεπε να τελειώσουν. Που να ακούσει η μάνα κάτι τέτοιο, το ίδιο και οι αδερφές! Δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να αποχωριστούν το παιδί! Τρελάθηκε από χαρά εκείνο! <<Άφησε με μάνα να πάω>> της έλεγε. Κλεισμένο το παιδί μέσα  σ’ τη φτώχια και σε εκείνη τη δυστυχία, έξω από το χωριό ποτέ δεν είχε βγει, ήθελε να δουν τα μάτια του κι άλλο κόσμο, να χαρεί λίγο κι εκείνο. Χοροπηδούσε μπροστά της, παρακαλούσε: <<Άφησέ με μάνα μου να πάω>> έλεγε και ξανάλεγε κι έβαζε τα κλάματα. Το λυπήθηκε, έσφιξε την καρδιά της η μάνα του - το είχανε και καλομαθημένο- δεν ήθελε να του χαλάσει το χατίρι, άλλωστε εκεί που θα το έδινε ήταν άνθρωποι τίμιοι, νοικοκυραίοι και με προκοπές μεγάλες, θα περνούσε καλά και θα το αντάμειβαν με ρούχα όμορφα και καινούρια παπούτσια. Το ετοίμασε με τα φτωχά του ρουχαλάκια, έβλεπε εκείνη η μάνα τη χαρά που έλαμπε στο πρόσωπό του και την ευγνωμοσύνη που ένοιωθε το παιδί για την απόφαση της. βούρκωσαν τα μάτια της  για εκείνον - έστω και λίγο ημερών- αποχωρισμό. Πήρε το παιδί εκείνος κ’ έφυγαν για το μακρινό χωριό  του και μετά από ώρες φτάσανε στον Αχελώο Ποταμό στη θέση της περαταριάς. Εκεί πάντα υπήρχε κάποιος έμπειρος βαρκάρης που έκανε το πέρασμα του ποταμού από τη μια όχθη στην άλλη με την βάρκα του σε ανθρώπους ακόμα και στα ζώα τους έναντι κάποιας αμοιβής. Το ποτάμι ήταν καιρό στερευμένο με λίγο νερό. Σε κάποιο σημείο  ποιο κάτω από την καλύβα του βαρκάρη υπήρχε πέρασμα για  ανθρώπους, και για ζώα ακόμη,  όταν η στάθμη του νερού τα καλοκαίρια ήταν πεσμένη,– στο μέρος εκείνο τους είχε στημένο καρτέρι ο Θάνατος. Από πολύ νωρίς, ψηλά στα ορεινά του βάλτου και ακόμα πιο πάνω ο καιρός είχε χαλάσει, ο ουρανός ήταν φορτωμένος από μαύρα και βαριά σύγνεφα. Αστραπές και μακρινά μπουμπουνητά ακούγονταν και έδειχνε πως γίνονταν κοσμοχαλασιά σ εκείνα τα μέρη, και στην στράτα του παιδιού με τον συνοδό του, καλοκαιριά, μέρα λαμπερή, καλοσυνάτη,  Ο βαρκάρης γνώριζε τις συμπεριφορές του ποταμιού, είδε  ο άνθρωπος πως το ποτάμι από πολύ ώρα δεν ήταν όπως πριν, είχε περισσότερο νερό αλλά ήρεμο, και καλυμμένη περισσότερη έκταση,  έβλεπε και τον καιρό εκεί μακριά να γίνετε  όλο και ποιο άσχημος,  και συνηθισμένος από τέτοια φαινόμενα  πρόβλεψε  πως από στιγμή σε στιγμή  θα έρχονταν κατεβασιά μεγάλη,  Είδε τον άνθρωπο με το παιδί και την πρόθεση του να περάσει το ποτάμι με τα πόδια, του φώναζε να γυρίσουν πίσω και να τους περάσει εκείνος απέναντι με την βάρκα, έβαλε τις φωνές φοβισμένος από την όχθη που ήταν <<που πας άνθρωπέ μου δεν βλέπεις πως το νερό φουσκώνει πας γυρεύοντας να πνιγείτε>> του φώναζε. Εκείνος όμως  αγνόησε τα λόγια του βαρκάρη. Έβαλε το παιδί καβάλα στο γαϊδουράκι  για να μην βραχεί και τραβούσε το ζώο από το καπίστρι (χαλινάρι). Έφτασαν πέρα από τη μέση, άκουσαν από μακριά βουή μεγάλη και η Γη να τρέμει! Το ήσυχο ποτάμι μέχρι εκείνη τη στιγμή, ξαφνικά έγινε σαν φουρτουνιασμένη θάλασσα που απλώνονταν γύρω τους και τους παγίδεψε, κατέβαινε με ορμή ένα τεράστιο θολό ασυγκράτητο κύμα που στην κατεβασιά του κουβαλούσε μαζί του ανακατεμένα κορμούς από ξύλα, πέτρες, λάσπη και ολόκληρα ξεριζωμένα δέντρα, έπεσε πάνω τους  σαν τυφώνας, τους παρέσυρε, τους στριφογύρισε και τους εξαφάνισε μέσα σ εκείνη την πηχτή θολούρα, μπροστά στα έντρομα μάτια του βαρκάρη. Πάει κι’ εκείνο  το μοσχολούλουδο το καμάρι τους, η ανάσα τους η γλυκιά. Κάποιοι αγρότες απ’ το χωριό που δούλευαν εκεί  κοντά, είδαν και παρακολούθησαν με τρόμο, το τραγικό συμβάν και ειδοποίησαν την τραγική μάνα γιατί γνώριζαν το παιδί, βγήκαν στο ψάξιμο πολλοί από το χωριό και από τα κοντινά χωριά. Τους βρήκαν την επόμενη μέρα αφού καταλάγιασε το ποτάμι σε μεγάλη απόσταση απ' το σημείο εκείνο που παρασύρθηκαν κάπου εκεί κοντά στην Παλαιομάνινα Μεσολογγίου. Από τότε εκείνη τη μάνα ο τόπος δεν την χώραγε, και νύχτοξημερωνόντανε έξω σε’ κείνο το μικρό πεζούλι,  ν’ αγναντεύει προς τα κάτω στο στενό δρομάκι της γειτονιάς με θολωμένα τα μάτια από τα δάκρυα, προσμένοντας τον ερχομό τον παιδιών της, δεν το χωρούσε ο νους της, και η καρδιά εκείνης της μάνας πως της τα σκέπασε το χώμα νόμιζε πως ξεχνιόνταν στο παιχνίδι  κι’ αργούσαν να έρθουν κ’ εκεί την εύρισκε όπως πάντα το ξημέρωμα. Εκεί  σε κείνο το πεζούλι την έτρωγε ο έρμος στα κατάμαυρα ντυμένη, εκεί δέρνονταν απ’ τους ανέμους τα κρύα και τα’ ανεμόβροχα, σαν κούτσουρο παλιό καμένο και μαυρισμένο που κάποτε το λαμπάδιασε η μανία εκείνης της πύρινης λαίλαπας, που του έκαψε τα τρυφερά  βλαστάρια του και το κατέστρεψε. Έπιασε ποια τα εξήντα της. Τα χρόνια που πέρασαν και ο βαρύς καημός, τη γέρασαν λεύκαναν τα μαλλιά της, τα  μάτια της θολά, και το θόλωμα εκείνο έγινε γκρι θαμπή κουρτίνα, και μετά απόλυτο σκοτάδι κι’ όλο στο περίμενε ήταν εκείνη η μάνα και χωρίς το φως τον ματιών της, λαχταρούσε ακόμα εκείνο τον ερχομό μέχρι που μπήκε και εκείνης τ’ όνομα  σ’ εκείνο το ψυχοχάρτι.             ΠΈΤΡΟΣ ΠΟΛΎΖΟΣ

 

 

 

Επιστροφή στις κατηγορίες νέων

Eπισκέψεις
To δικτυακό μας τόπο έχουν επισκεφθεί 100034 φορές 13514 μοναδικοί επισκέπτες.
Τοποθεσία

Δείτε την ακριβή θέση των γραφείων του συλλόγου και του Βελανιδοδάσους Ξηρομέρου σε Google maps
Χορηγοί

©2009 Σύλλογος Φίλων της Βελανιδιάς και Περιβάλλοντος ΑΜΑΔΡΥΑΔΑ
Web developement & design: QV-WEB